τροχιστικός

τροχιστικός
ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχιστή ή στο τρόχισμα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τροχιστικά
η αμοιβή τού τροχιστή, τα έξοδα τού τροχίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”